|
страховать вместе #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страховать вместе? — συνασφαλίζω как с (ново)греческого переводится слово συνασφαλίζω? — страховать вместе — διασκεδαστικός — εξαγνιστήριος — πυροτέχνημα — αναπόδιση — πρωτοτοκία — εγχειρίδιο — φινέτσα — μαλλούσα — τριτόκλιτος — λιοκόκκι — δέσμευση — εξωκυττάρωση — οκτάτομος — γκάστρι — ροζέττα — λοξόφθαλμος — απολεσθέντα — όψιος — διακυμαντικός — φωσφορίζω — εξαρτύω |
|||