|
ο книговед, библиолог #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово книговед? — βιβλιολόγος как на (ново)греческом будет слово библиолог? — βιβλιολόγος как с (ново)греческого переводится слово βιβλιολόγος? — книговед, библиолог — μαγαρίζομαι — αντιπαραθέτω — κουζινάκι — φίλη — λαγωχειλία — ζενίθιος — επιδραστικός — ακτινοειδής — αυτοκέφαλος — εξαερωτικός — ανεπιβεβαίωτος — πρεστίζ — εννέα — κλαίω — αδιαφιλονίκητος — ραδιενέργεια — άλοχος — λειχηνόμορφος — απαρασκεύαστος — άδοξος — ορμητικότητα |
|||