|
ο аккомпаниатор; концертмейстер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аккомпаниатор? — ακομπανιάτορος как на (ново)греческом будет слово концертмейстер? — ακομπανιάτορος как с (ново)греческого переводится слово ακομπανιάτορος? — аккомпаниатор, концертмейстер — πλησίασμα — ξεκαρδιστικός — μελετημένος — πταισματοδικείο — απαξιωτικός — εξασθενωτικός — ορεκτικό — σκοτεινιάζω — σπαλέττα — μετεγγύηση — ξέδομα — κυπριακός — μπουραζέρης — σχοινοβατώ — πρωτεργάτισσα — σκαρφίζομαι — φατριαστικά — βάθητα — μπάνιο — μουτζώνομαι — αναρρίπτω |
|||