|
физиол. извергать семя #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово извергать семя? — εκσπερματίζω как с (ново)греческого переводится слово εκσπερματίζω? — извергать семя — γενετικός — επινεύω — απλοποίηση — αντιχαίρετε! — ονείρεμα — δεκάλογος — κρυόπλασμα — ασύγχρονος — ακερος — ανθυπόνομος — καρικωμένος — βλογιοκομένος — συνοσφαλίστρια — ζίζυφος — δαφνολιά — ξεγέλασμα — ποζάρισμα — δασκαλίτσα — ασπούδαστος — έμετος — υπαισθησία |
|||