|
прочить; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прочить? — προορίζω как с (ново)греческого переводится слово προορίζω? — прочить — βακτηρία — γιορτινά — πυροβολείο — δενδροκαλλιέργεια — υλακή — αυτοσυντήρηση — πέθαμα — βλάμης — ενσφράγιστος — ανιώ — απρόσοδος — εγκλιτικός — πεταυρώνω — πλεοναστικός — σαρίδι — κακοπάθεια — κυστόλιθος — αντρονίζω — λουτρό — παλμός — διαπεπαρμένος |
|||