|
зевать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зевать? — χασμώμαι как с (ново)греческого переводится слово χασμώμαι? — зевать — επιπολάζω — υστεραλγία — προχωρώ — ακρογιάλι — ξηρασία — μαγκλάρας — κάππαρη — λατιφούντια — μυδραλλιοβόλον — αντρίκιος — αρχαγγελικός — μηλοχυμός — γκιαούρης — σαρανταήμερο — αλκαλιμετρία — αχνιάζω — εσχάρα — ψηφίδα — αποσταθεροποιητικά — ατιμώρητος — ισχύς |
|||