|
имеющий рукава, с рукавами #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий рукава? — χειριδωτός как на (ново)греческом будет слово с рукавами? — χειριδωτός как с (ново)греческого переводится слово χειριδωτός? — имеющий рукава, с рукавами — ισχνοφωνία — δικαιοπραγώ — μαντιλάκι — διαστρεμμένος — λαγάρισμα — καλοθελήτρα — αριθμογραφία — μεσόστρατα — απρόσμαχος — οδοστρωσία — ράψιμο — δεινοπάθηση — αντιδεοντολογικός — φηγός — διακοσμητικός — δραματοποιούμαι — σκόρδο — ναυτοδάνειο — Κεραμείς — ανακουνώ — βρωμο- |
|||