|
η бот. вика #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вика? — αγριαρακά как с (ново)греческого переводится слово αγριαρακά? — вика — ξενοδουλευτής — βάρον — γρούζο — γουρσούζικος — πετυχημένα — ανασπάζομαι — αλλογενής — ανεμπέδωτος — εξυποκούομαι — χρεμέτισμα — αζήτητα — διευθετώ — μουφλούζης — σύρτις — περιπολικό — δυσεξιχνίαστος — αδιάγνωστος — απελατίκι — μοχθηρότητα — κοχύλι — απελαύνω |
|||