|
молочный, дойный; ~ή αγελάδα — молочная корова #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молочный? — γαλακτερός как на (ново)греческом будет слово дойный? — γαλακτερός как с (ново)греческого переводится слово γαλακτερός? — молочный, дойный — θεοκατάρατος — κακοδιοικούμαι — αδιαπόρευτος — υπογένεοτη — διεθνιστικός — αεροτόπι — αδενοπάθεια — χαλβαδόπιττα — γιουσουρούμ — αμαυρός — απονίφτω — πάντοτε — διαπραγματευτικός — ψυχομαντεία — προσχεδίασμα — άσημος — κρασπεδώνω — ξέπλεκος — εγκράτεια — παλληκαρίσιος — κίσσα |
|||