|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ακατανάλωτος? — — αηδονάκι — προτέρημα — δασκαλόπουλο — διατρέχοντα — επισπαστήρας — γλυκόμιλος — σπουδαίος — υδρασκός — αερομεταφορέας — βρίξιμο — επιστημονικώς — κατακλιστής — αναύλωτος — βοϊδόγλωσσα — συστολή — ξυρίζω — σκότιση — βρετό — χοχλάκιασμα — πτωχεύω — ανθενωτικός |
|||