Новогреческий словарь
λονδρέζικος
λονδρέζικ|ος
лондонский
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лондонский
? —
λονδρέζικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
λονδρέζικος
? — лондонский
#
(ново)греческий словарь
—
μυριοπτέρυγος
—
δρεβενίτσα
—
ραγιστός
—
τουλάχιστον
—
δυναστεύω
—
κορνιζοπωλείο
—
ενεργητικός
—
διωστήρας
—
υπογραμμίζω
—
βαρβατιά
—
εκπιεστός
—
πνευματομάχοι
—
στεγανά
—
ανδρογόνα
—
εξυπηρετικότητα
—
άρα
—
βακτηρίδιο
—
ίσταμαι
—
κληματσίδα
—
διαμονητήριο
—
ξηράνθεμον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве