|
неискоренённый; неискоренимый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неискоренённый? — ανεκρίζωτος как на (ново)греческом будет слово неискоренимый? — ανεκρίζωτος как с (ново)греческого переводится слово ανεκρίζωτος? — неискоренённый, неискоренимый — τσέρκι — αλληλοσπορά — γενέθλια — εφημεριδοποιός — αμμάστος — αποκαρωμένος — εικοσάχρονος — επίταση — επικείμενος — καρδιοκτύπι — μάλα — αστικοποίηση — τροχήλατος — παραστρατώ — λαδού — κοίτασμα — αντιλυσσικός — ενώπιος — άμοχθος — μεταδόσιμος — εμβαμματοδοχείο |
|||