|
класть двойной фундамент #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово класть двойной фундамент? — διπλοθεμελιώνω как с (ново)греческого переводится слово διπλοθεμελιώνω? — класть двойной фундамент — χρεοπίστωση — στιγμιότυπο — κοντσίνα — αδιαφύλακτος — αυτοσχεδίαση — επικονίαση — προπυρήνας — αποκύημα — κόπωση — πραγματοποιήσιμος — αφάνταχτος — δουλεμπορικός — αεράτος — σφάζω — αντιμέτρημα — αμακαδόρισσα — ψυχρότητα — ρεφερέντουμ — ἑσσόομαι — φιλελεύθερος — ακριβοθυγατέρα |
|||