|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πορθώ? — — αμεμψίμοιρος — φορτσαρισμένος — οποθενδήποτε — ακτήμων — υφαντό — Αφροδίτη — σκηνοφύλακας — εμβρυοκτόνος — καρδιοαγγειακός — στερεογραφικός — κατσάδα — πηρομελής — χρωματοποιία — ελκτικός — λαρυγγισμός — ναυτώνας — αγερικό — πολεοδόμος — αδενικός — φυλλομέτρημα — διλάβι |
|||