|
ο работник парусной мастерской #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово работник парусной мастерской? — ιστιοποιός как с (ново)греческого переводится слово ιστιοποιός? — работник парусной мастерской — συμπαίκτρια — βουλιούμαι — αναγαργαρίζω — χάλκινος — αυτοεξόριστος — τσαλαβουτώ — αποχαλίνωση — αναισθητοποίηση — μισθολόγιο — προϊστορία — ανεξομολόγητος — ξυλοπερήφανος — φαρμακεμπορία — έχιδνα — αναπίνω — δένδρωσις — πηχτός — τσακίρικος — ζοφερότητα — εξουσιαστής — βράκα |
|||