|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παγκόσμια? — — κατάστρωση — εξάγωνος — μεσημβρινοανατολικός — διμηνίτης — αποχιονιστικός — πρόσφυξ — πρώϊμος — ομοψυχία — μεταγένεση — γουρουνάνθρωπος — κηλιδωτός — βιβλιοκάπηλος — αναβρυτήριος — πολύχορδος — γόμφωση — σιφόνι — μεταξοβιομηχανία — δουλοκτησία — γοήτευση — κυνικά — αμεταρρύθμιστος |
|||