Новогреческий словарь
παγκόσμια
παγκόσμια
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
παγκόσμια
? —
#
(ново)греческий словарь
—
στροφείο
—
υδροστάσιο
—
ζωύφιο
—
πενιχρότητα
—
ανεπιφύλακτος
—
γυναικοκατακτητής
—
παθολογικός
—
δάμαλις
—
κοινωνίστρια
—
περιωρισμένος
—
ορμιά
—
σερέτικος
—
προαφαιρώ
—
αποκτείνω
—
αρειμανίως
—
αντιστράτηγος
—
ξέζωσμα
—
παλαίωση
—
σαλμί
—
χρονισμός
—
ισόχωρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω