Новогреческий словарь
αυτοεπιβάλλομαι
αυτοεπιβάλλομαι
владеть собой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
владеть собой
? —
αυτοεπιβάλλομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτοεπιβάλλομαι
? — владеть собой
#
(ново)греческий словарь
—
προσηνής
—
εγκριτικός
—
διανόημα
—
αψυχοπονεσιά
—
ασφαλίτης
—
ορφάνεμα
—
ασύνειδα
—
ασυγχώνευτος
—
αγεωγράφητος
—
ίουλος
—
αντιδογματικός
—
αιματόχρους
—
σηπία
—
ιστορικό
—
επιλήψιμο
—
επιλοχίας
—
μπάρα
—
αγανακτώ
—
ψεκαστικός
—
υποψάλλω
—
ευλαβούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве