|
(-ήρος) ο ковш (для литья) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ковш? — χυτήρ как с (ново)греческого переводится слово χυτήρ? — ковш — φουσκοποταμιά — ενθουσιαστής — αποκούρεμα — υδροηλεκτρισμός — καταλαμβάνω — σπιθοβολή — τριφασικός — ταβερνιάρισσα — αποδημητήρια — καβαλιέρος — ιόχρους — κοκκάρι — πρόκυψη — θυελλώδικος — δαμασμός — ξιπασιά — ουδός — μαρτυριά — ατσαλώνομαι — ακαταλληλότητα — αγριοθώρημα |
|||