|
το 1) лопата для веяния; 2) веялка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лопата для веяния? — λιχνιστήρι как на (ново)греческом будет слово веялка? — λιχνιστήρι как с (ново)греческого переводится слово λιχνιστήρι? — лопата для веяния, веялка — αρνήτρια — απότομο — αργυρόχωμα — προειδοποιητικός — εγγύς — ωτοπλασία — γαρμπάτος — αποδιπλώνω — αποκρατώ — κλαψούρισμα — καλάρισμα — βυρσοδεψεική — αμάσητος — στασίασμός — κόλπωση — γαργαριστός — φύω — Μαντιλάς — μερεμέτιασμα — μακαρονάδικο — μάχαιρα |
|||