|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαυρομάτικο? — — κανόνισμα — τελείως — ακροπελαγιά — σώσμα — τσιγαρόχαρτο — γεφυροπλάστιγγα — κουβάλημα — γνωστικός — μαδάω — ευπορία — παπατρέχας — τεκτονική — βασικό — ίδιον — κλείστρο — εγκατάστατος — ακατάργητος — φωτοβολία — αμύστακος — αθεολόγος — χωματένιος |
|||