|
придорожный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово придорожный? — παρόδιος как с (ново)греческого переводится слово παρόδιος? — придорожный — δίριχτος — δικάσιμος — ανερχόμενος — γεωγράφος — αρματοδρομίες — ἀνάστεμα — ανείδωτος — οπιομανία — μυριστικός — ξυλοφόρτωμα — φάγαινα — νιαούρισμα — ουρητήριο — φορώ — ατσαλώνω — νομάρχης — ασφαλτοφόρος — ομίχλη — λυτρώνω — καπνοδοχοκαθαριστής — μονιστικός |
|||