απογλιτώνω

формы словаβ
απογλιτώνω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово απογλιτώνω? —


καταπίσινοςπολυκερδώςυιόςραφινάτοςμπαλάκισαδίστριαελεφαντουργίαυπακτικόςαδιάσωστοςνεραϊδόπουλοσκοπώυστερορραγίαισιάδαδιακρίνομαιιμπρεσσιονιστικόςκαυσιμότητααμάθευτοςοδοντόπονοςχλωμάδαπολυώδυνοςαχρονολόγητος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit