|
ο большеголовый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово большеголовый? — βουκεφάλης как с (ново)греческого переводится слово βουκεφάλης? — большеголовый — αδείλιαστος — καλότυχος — πεταύρωση — εκεράσθην — ασυγυρισιά — αμυγμία — αφάσκιωτος — καμέα — φρεναπάτη — μαρμαρογλυπτική — ρινόφωνος — καλαμοκάνισσα — γράσος — κακογραφία — μπάλσαμο — αμπαλλάζ — ζητεύω — μιλάνος — χρωματώ — λησμονημένος — αλετρόπιασμα |
|||