|
η 1) рак; 2) креветка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рак? — καραβίδα как на (ново)греческом будет слово креветка? — καραβίδα как с (ново)греческого переводится слово καραβίδα? — рак, креветка — γραμμοσκιά — αποπληρώνω — καμηλοπάρδαλη — προσφυής — πνευματιστής — κλωστοϋφαντουργείο — φυγός — κολοβώνω — κεχαγιάς — ανακαινισμένος — κασκέττο — πετρελαιοπηγή — στρεψοδικώ — πανικά — τέρετρον — ρητινοσυλλέκτης — φιλόθεος — ίσχνανση — οπερέτα — κοκκινόκωλος — δέλφινας |
|||