Новогреческий словарь
σταυραδέρφός
σταυραδέρφός
ο
побратим
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
побратим
? —
σταυραδέρφός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σταυραδέρφός
? — побратим
#
(ново)греческий словарь
—
συσταχωμένος
—
παρόξυνση
—
εξακοσιάκις
—
αβιογένεση
—
ξανακυλάω
—
μυλωθρίς
—
ναρκοπέδιο
—
αρτιθανής
—
αριστεριστής
—
στουρνάρι
—
εκατοντάδραχμος
—
προστρίβω
—
εκπιέζω
—
κρατικοποίηση
—
αξερρίζωτος
—
επιλιμενάρχης
—
γνωμολογώ
—
ανακολπώνω
—
αβόσκητος
—
μονοσέπαλος
—
τουναντίον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве