|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αφιονισμένος? — — εναγκαλισμός — εξαμηνιαίος — τάγγιση — σκατούλα — γλαυκώδης — αδικοθάνατος — οστεομυελίτιδα — ισώ — γλυκάκιας — περόνι — περισυλλέγω — μπούστος — όζαινα — προτείνω — ανοίδηση — σπουδαιοφάνεια — ρακοφόρος — λαίλαψ — εύλογος — κισμέτ — φιόγκος |
|||