|
ловко стащить, украсть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ловко стащить? — λαθροχειρίζω как на (ново)греческом будет слово украсть? — λαθροχειρίζω как с (ново)греческого переводится слово λαθροχειρίζω? — ловко стащить, украсть — χολοστεατικός — ραμολής — μίσθιος — τριετής — οργανολογικός — αμεμψίμοιρος — ανάγυρα — εβραιοπούλα — ανεμογραφία — οξυγονικός — κατραμώνω — δεντροκομία — αλαφρόγνωμος — τυπογραφικό — απορράφτω — κοσμοείδωλο — πυλωρισμός — αυλόσκαλα — μουζουβί — μεταξάς — απαρνιέμαι |
|||