|
отделять стеной; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отделять стеной? — διατοιχίζω как с (ново)греческого переводится слово διατοιχίζω? — отделять стеной — διασκέδαση — συμποσιαστικός — δαδοκοπώ — ρουφιάνος — τσάτρα-πάτρα — ακωμώδητος — βαλκανολόγος — οξόνη — πολυπροσώπως — όσιος — εκδόριον — ψέγω — ανάχωση — πλήθιος — μπουγάς — τελειοποιώ — δυσ- — εκδήλως — αοίδιμος — κομπλιμεντάρισμα — κρούζω |
|||