|
το лён; ακατέργαστο ~ — лён-сырεц; === τραβώ τού ~ού τά πάθη — переживать несчастье за несчастьем #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лён? — λινάρι как с (ново)греческого переводится слово λινάρι? — лён — φαεινή — δέντρωμα — εγωλατρία — απάδω — φραγμός — βιδολόγος — ετερόγαμος — ζόφος — στειροποίηση — γιγγλυμός — χημειοτροπισμός — χυλοποίηση — λυγνός — στρογγυλούτσικος — αποφορτίζω — ψουνιστής — δαντελλάδικο — ενεστώτος — καταστροφέας — αργυροκιδής — γκουβερνάντα |
|||