Новогреческий словарь
καρδιοσωμός
καρδιοσωμός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καρδιοσωμός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κάννα
—
προγονικός
—
αντιψέγω
—
παρωτίτιδα
—
ταφικός
—
πολεμοποιός
—
μερακλίδικος
—
ατύλικτος
—
ευθυγράμμηση
—
μαϊνάρω
—
τρισάθλιος
—
άπλωση
—
καλαμποκάς
—
Κοινωνία
—
μεσοκάρπιο
—
αεροστατική
—
διασώστρια
—
χοντροκεφαλιά
—
κοχλιός
—
εξαίρεση
—
στερώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве