|
превращаться, обращаться (в кого-л., во что-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово превращаться? — μεταμορφώνομαι как на (ново)греческом будет слово обращаться? — μεταμορφώνομαι как с (ново)греческого переводится слово μεταμορφώνομαι? — превращаться, обращаться — ιατροφιλόσοφος — θαλασσαετός — γιγαντόκορμος — εβδομήντα — εργατικά — φρυμάζω — καρτέλλα — ειρωνεία — εκρηκτήρ — ειρηνόφιλος — ευκτός — βουτυρομηχανή — ωννομανής — εσκεμμένως — ενοικιάστρια — μετρητης — βερίκοκκο — σκανδαλοθηρικός — συνοικιακός — ιταλικός — συνεργάτιδα |
|||