|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανελεήτως? — — στακτός — μισονεϊσμός — χαροκαμμένος — παράβγαλμα — αγυιόπαις — πλατιά — κομματόσκυλο — σοφιστεία — πρόδηλος — αρχαιόθεν — σκιρωνοβορρας — ρυζόνερο — αεριτζού — βωμολοχώ — μαντρόσκυλο — χοινίκη — πανανθρώπινος — ενοχοποιητικός — μύθευμα — γεννητάτος — ασυγκέντρωτος |
|||