|
венгерский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово венгерский? — μαγυαρικός как с (ново)греческого переводится слово μαγυαρικός? — венгерский — τσίφτισσα — ψυχογένεια — βλαχίλα — αλειμματιάρικος — αρρύπαντος — τουλάχιστον — ανατινάζομαι — συγγενολόγι — χατιράκι — δημώδης — διμεταλλισμός — μέτωρο — πλοήγηση — αηδονόστομος — δερματουργικός — συνεκβάλλω — γρόσι — χαλεπώς — εριουργός — πυριτιδοποιείο — γλυκόλογος |
|||