μαθήτρια

формы словаβ
μαθήτρια
Ученица, школьница


#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово μαθήτρια? —


διαφεγγήςβαρκάρωμολυβδίςαλήτηςαπρόοπταμαυρομάτηςαναξιοπαθώαγύρευτοςυμνολόγιοενδύομαιεπ'αυτοφώρωαλαφρονούσηςσπαργανώνωανακλαδιστόςεργατοϋπάλληλοςσυμβιβάζωθράκατουρίστηςαπειθήςαρχειοφύλακαςεπίστεγον




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit