|
Ученица, школьница #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαθήτρια? — — διαφεγγής — βαρκάρω — μολυβδίς — αλήτης — απρόοπτα — μαυρομάτης — αναξιοπαθώ — αγύρευτος — υμνολόγιο — ενδύομαι — επ'αυτοφώρω — αλαφρονούσης — σπαργανώνω — ανακλαδιστός — εργατοϋπάλληλος — συμβιβάζω — θράκα — τουρίστης — απειθής — αρχειοφύλακας — επίστεγον |
|||