Новогреческий словарь
βέρτζινος
βέρτζιν|ος
:
έμεινε ~ — [phrase]он остался без гроша[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βέρτζινος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μεξικανικός
—
προεξοχή
—
ασυμπτωματικός
—
αεροδέρνομαι
—
αυγώνω
—
ηγγυημένος
—
Ιταλίδα
—
αποκενώνω
—
εισπνεόμενος
—
ταυρί
—
αποχαιρετάω
—
ακονώ
—
εβραίικος
—
εκρηκτικός
—
ρόβη
—
προσεγγίζω
—
εφαρμογή
—
Ολλανδία
—
πεισμώνομαι
—
λεϊσμανίαση
—
πρωταριά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве