|
η лава #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лава? — λάβα как с (ново)греческого переводится слово λάβα? — лава — ειδησεολογία — εμβαστικός — απαράδοτος — ασύμπλεκτος — απέταλος — πτελέα — κρατερός — αποτριχώνω — οψιμος — πολυκήριον — κρασπεδώνω — αντιφλεγμονώδης — αρμακάς — επισφράγισμα — γκλαβανή — εναντίος — λαγγάδι — εκπορθώ — ανταλλακτικός — παγκοίνως — ιδανικότητα |
|||