Новогреческий словарь
στενόμακρος
στενόμακρ|ος
продолговатый(__,__) узкий и длинный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
продолговатый, узкий и длинный
? —
στενόμακρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
στενόμακρος
? — продолговатый, узкий и длинный
#
(ново)греческий словарь
—
αγγειοχειρουργός
—
χρονομετρικά
—
ζάλο
—
εκορέσθην
—
συγκιρνω
—
ανδροπρεπώς
—
αυτοκυβέρνητος
—
καταπολεμώ
—
κάκια
—
παράθλαση
—
εναντίωνομαι
—
πεταλώνω
—
εκατόμβη
—
αναρπάζομαι
—
πλαγκτολογία
—
επινεφρίδιο
—
ακέντρωτος
—
σίχαμα
—
περιοστίτιδα
—
δηλητήριος
—
στραβοκοιτάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,