|
ο могильщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово могильщик? — ενταφιαστής как с (ново)греческого переводится слово ενταφιαστής? — могильщик — καρυδόπιτα — μετείκασμα — εγκαθήλωμα — απριλιανός — ψήφισμα — κατατυραννώ — αποφρακτικός — εκσπερμάτοση — πεκούνια — τουλίπα — τελεία — αρμοστής — αλκαλιώ — ώθηση — μηχανιστικός — εξόρμισις — σιλάχι — καρικώνω — Σκωτσέζος — ωριμάζω — τραυώ |
|||