|
легко прилаживаемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легко прилаживаемый? — προσαρμοστικός как с (ново)греческого переводится слово προσαρμοστικός? — легко прилаживаемый — εννοιοκρατία — πικροαίματος — τουτέστι — φαιδρυντικός — συνεκδοχή — γιούλι — προσκυρώνω — άκων — υποσήμανση — αναστροφή — ενδότερα — χυλώδης — αριστείο — ανεμούριο — ασφυρηλάτητος — κατεργάρικο — ξελάκκωμα — εξομαλιστικός — μάλε-βράσε — καλάρω — λάτρης |
|||