προσαρμοστικός

формы словаβ
προσαρμοστικός
легко прилаживаемый



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово легко прилаживаемый? — προσαρμοστικός
как с (ново)греческого переводится слово προσαρμοστικός? — легко прилаживаемый


εννοιοκρατίαπικροαίματοςτουτέστιφαιδρυντικόςσυνεκδοχήγιούλιπροσκυρώνωάκωνυποσήμανσηαναστροφήενδότεραχυλώδηςαριστείοανεμούριοασφυρηλάτητοςκατεργάρικοξελάκκωμαεξομαλιστικόςμάλε-βράσεκαλάρωλάτρης




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit