|
: γόρδιος δεσμός — гордиев узел #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γόρδιος? — — τουρκικά — σκοτεινιάζω — πυροβολάρχης — χρυσαφής — ανύδρευτος — αμελκτικός — ελλειπτικός — επονείδιστος — λιμαρισμένος — μενδιώ — Οβριός — ξυραφίζω — αγουρογεράνω — παιδότοπος — ψυχοβόρος — πόλισμαν — αποικία — ανταλλακτικός — αλμπινισμός — γκρυλώνω — χρηματαγορά |
|||