|
το 1) ушко; τόν συνέλαβεν από τό ~ — [phrase]он схватил его за ухо[/phrase]; 2) перен. ушко, ручка (сосуда, вазы) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ушко? — ωτίον как на (ново)греческом будет слово ушко? — ωτίον как на (ново)греческом будет слово ручка? — ωτίον как с (ново)греческого переводится слово ωτίον? — ушко, ушко, ручка — μικρόσχημος — σομπρέρο — στάση — ταξιάρχης — πολιτικά — σνακ — νεοελληνική — αφορισμένος — επίκλειστρον — βιβλιστής — μωομεθανικός — δεξίωση — φαρμακώνω — ποδοσφαιριστής — αμφίκαρπος — δευτερομάνο — απλούτιστος — αναγάλλιασμα — μαντιλοδεμένος — εξοδεύσιμος — μακρόφυλλος |
|||