|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ογκάνισμα? — — δίπλα — πευκοβούνι — γναφάλωση — τορπιλλοπλάνο — διακινδυνεύω — γυροπλάνο — προσσελήνωση — κοινόλεκτος — γάμπια — εμπυούμαι — ανθρακασβέστιον — ασημύς — αποσπασματάρχης — μακιγιάρω — ζεύγλη — πολυγαμία — γρύφος — θανάσιμα — στραβάδα — ουλορραγία — πλαστογραφώ |
|||