|
το тик (ткань) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тик? — στρωματσόπανο как с (ново)греческого переводится слово στρωματσόπανο? — тик — αισχρολογικός — δερβίσικος — χαμηλοθώρης — αυτοβδελυγμία — φοιτητικός — οπωρικό — ασήκης — καβατζάρω — γριλιάζω — κιλότα — σπειρί — τουρτουριάρης — νεκρόδειπνο — ξεμώραμα — Γρανάδα — χοράρχης — επιχρυσωτής — μικκύλιο — Ιαπωνία — διαδηλώνω — διοξείδιο |
|||