Новогреческий словарь
αετήσιος
αετήσι|ος
орлиный
;
~ον βλέμμα — орлиный взгляд
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
орлиный
? —
αετήσιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αετήσιος
? — орлиный
#
(ново)греческий словарь
—
ανάπαμα
—
λύσιμο
—
αχαρτοσήμαντος
—
απάμπελο
—
διαλογισμός
—
διαβολικά
—
φωνογράφος
—
οδοντοϊατρική
—
επανακάμπτω
—
σαρακοστιανός
—
κουδούνα
—
τετραήμερος
—
αρπάζομαι
—
εγωϊστής
—
πυροφωσφορικός
—
υδροδυναμικά
—
φαντασμαγορία
—
συγκλονίζω
—
ενδότερα
—
αγέλαστος
—
εξεύρεση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве