|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνεχίστρια? — — λουλακιάζω — δεματολογα — αθήρευτος — αμοίχεοτος — ορθοφωνία — γεννητουροποιητικός — παραφυλάγω — δεινοποιώ — γευστικός — εντερόκλυση — αναζομώ — οξείδωση — καθισιά — γκεστίζω — πάγκαλος — σμυριδοχάρτης — γροθοκοπάνισμα — βολετός — μπρούτζινος — πεσέτα — αφιερώνω |
|||