|
1) непрощённый (о воре); 2) не заслуживающий сочувствия, прощения #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово непрощённый? — ασυμπάθιστος как на (ново)греческом будет слово не заслуживающий сочувствия? — ασυμπάθιστος как с (ново)греческого переводится слово ασυμπάθιστος? — непрощённый, не заслуживающий сочувствия — αποτριχωτικός — αντιστράτηγος — συνομιλώ — κανελλής — κλισιοσκόπιο — λευκωματοειδής — προγάστωρ — τηλεπικοινωνιακός — αχρειότητα — στηθοσκόπηση — μαρμαροειδής — ξηλώνω — κυτταρογενετιστής — χαχανίζω — μπακιριό — γουργουριάζω — αλίχνιστος — πνεύμονας — αυτοσχεδίαση — ευθυπορώ — διλεττάντης |
|||