|
1) полинявший; 2) (о лице) поблёкший #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полинявший? — ξεπλυμένος как на (ново)греческом будет слово поблёкший? — ξεπλυμένος как с (ново)греческого переводится слово ξεπλυμένος? — полинявший, поблёкший — ψυλλιάζω — υγροσκόπιο — ενενήκοντα — στροφοδίνη — μουρουνόλαδο — ανθί — πυρωτικός — γελασιάρικος — μυελίτιδα — άδολος — κοσμοβριθής — αιμοστατικός — ανορθώτρια — ολοσκόρπιστος — πτόηση — άθρεφτος — ανακίνηση — εκστρέφω — κουρκούτι — ουδαμώς — άγναντος |
|||