Новогреческий словарь
βλήμα
βλήμα
το (метательный)
снаряд
;
αεριωθούμενο ~ — реактивный снаряд
;
(τηλε)κατευθυνόμενο ~ — управляемый снаряд
;
~ όλμου — мина (для миномёта)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
снаряд
? —
βλήμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
βλήμα
? — снаряд
#
(ново)греческий словарь
—
κρεολικός
—
γαμιστράκιας
—
άγγιαχτος
—
σκοταδιστικός
—
κουβαριαστός
—
μαλλιοτραβάω
—
μπλάστρης
—
τσέπωμα
—
ανασυγκροτώ
—
Δωροθέα
—
ανεχόρταγος
—
μεταμφιεσμένος
—
απομυξιάζω
—
αρχοντιλίκι
—
νεοαποικιοκρατία
—
διατάκτης
—
οπλομαχία
—
αθέρμαντος
—
εικονιστικός
—
βροτός
—
γγιάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве