Новогреческий словарь
καταποντίζομαι
καταποντίζομαι
тонуть, идти ко дну
(о судах, тж. перен.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тонуть
? —
καταποντίζομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
идти ко дну
? —
καταποντίζομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
καταποντίζομαι
? — тонуть, идти ко дну
#
(ново)греческий словарь
—
άχνουδος
—
συνορίτισσα
—
αρωματοπωλείο
—
ψιθύρισμα
—
μείζων
—
σιτεμπόριο
—
αριόσητα
—
σκιαμαχώ
—
κυβίστημα
—
αλληλοκαταγγέλλομαι
—
ναυλομεσιτικά
—
γλυκοκοιμισμένος
—
μεσοχώρα
—
απλούστευσις
—
υποκάτωθεν
—
κουντουράδικο
—
αποτίλλω
—
ελαφροζυγιάζω
—
μνήμη
—
δυσανασχετώ
—
ξημέρωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве