|
(-ίδος) η анат. пуповина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пуповина? — ομφαλίς как с (ново)греческого переводится слово ομφαλίς? — пуповина — ζεύγω — βαθμοθέτηση — προγυμναστήριο — γκαζάδικο — επηρεασμός — δεματίζω — πολυγονία — ουρανόραμα — ντεφαιτιστής — μπακκαράς — δίσπαππος — οχυρό — ερυθρός — βυζασταρούδι — σήκωμα — αλεπόμουτρο — γρύλλος — θεραπευτής — γιατροπορεύω — πέρπερος — θεόκλειστος |
|||